-
1 ἁρπάζω
ἁρπάζω, fut. ἁρπάξω, aor. ἥρπαξα, ἥρπασα: seize, snatch; esp. of robbery, abduction, and attacks of wild animals, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατείνης | ἔπλεον ἁρπάξᾶς, the ‘rape’ of Helen, Il. 3.444 ; ὡς ὅδε ( αἰετός) χῆν' ἥρπαξε, Od. 15.174; κῦμα μέγ ἀρπάξαν, Od. 5.416.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁρπάζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский